- Μάνη
- Sp Mãnis Ap Μάνη/Mani L p-lis P Graikijoje
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė.
μάνη — I Βλ. λ. Πελοπόννησος. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 526 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 105 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου. * * *… … Dictionary of Greek
Μάνη — η γεωγραφική και ιστορική περιοχή της νότιας Πελοποννήσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανῇ — μαίνομαι rage aor subj pass 3rd sg μαίνομαι rage fut ind mid 2nd sg μᾱνῇ , μανός loose fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανή — μᾱνή , μανός loose fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνη — Μάνης cup masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνη — μάνα fem nom/voc sg (attic epic ionic) μάνης cup masc voc sg μαίνομαι rage aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) μά̱νη , μῆνις wrath fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάνῃ — Μάνης cup masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνῃ — μάνα fem dat sg (attic epic ionic) μάνης cup masc dat sg (attic epic ionic) μά̱νηι , μῆνις wrath fem dat sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έξω Μάνη — Τμήμα της Μάνης από τον Αλμυρό μέχρι το Οίτυλο. Λέγεται και Δυτική Μάνη και Αποσκιαδερή. Η υπόλοιπη Μάνη, η Ανατολική, αποτελεί τμήμα της πρώην επαρχίας Γυθείου. Η περιοχή Οιτύλου, Αρεόπολης, Πύργου Διρού έως τον όρμο Βαθύ ονομάζεται και Μέσα… … Dictionary of Greek
Δασκαλάκης, Βάσος — (Μάνη 1897 – 1944). Πεζογράφος και μεταφραστής. Μετά τον θάνατο του πατέρα του εκπατρίστηκε και εργάστηκε στα μεταλλεία του Λαυρίου. Φοιτώντας σε νυχτερινά σχολεία, αλλά βασικά αυτοδίδακτος, ο Δ. κατόρθωσε να μάθει ξένες γλώσσες, γεγονός που… … Dictionary of Greek